ομηροπάτης

ομηροπάτης
ὁμηροπάτης και ὁμηραπάτης, ὁ (Α)
1. (συν. ως προσωνυμία τού Ξενοφάνους) αυτός που σκώπτει, που περιπαίζει τον Όμηρο και τις διηγήσεις του σχετικά με τους θεούς και τους ήρωες ή αυτός που διαστρεβλώνει, παρερμηνεύει τα ομηρικά έπη
2. κατ' άλλους, η λ. είναι γεν. τού τ. ομηραπάτη, δηλ. πλαστή διήγηση τού Ομήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος + πατῶ. Ο τ. ὁμηραπάτης (< Ὅμηρος + ἀπατῶ / ἀπάτη) απαντά σε όλα τα αντίγραφα και έχει διορθωθεί σε ὁμηροπάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομηραπάτη — ὁμηραπάτη, ἡ (Α) βλ. ομηροπάτης …   Dictionary of Greek

  • ομηραπάτης — ὁμηραπάτης, ὁ (Α) βλ. ομηροπάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”